-
1 ἐπι-φοιτάω
ἐπι-φοιτάω, hinzugehen, -kommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλϑόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.
-
2 επιφοιταω
ион. ἐπιφοιτέω1) прибывать, приходить, посещать(ἐς Πελοπόννησον Thuc.; τινι Her.)
τὸ ἐπιφοιτέον и οἱ ἐπιφοιτέοντες Her. — приходящие, посетители;ὅ ἐπιφοιτέων κέραμος Her. — ввозимая (в Египет) глиняная посуда2) посещать, являться(ἐπιφοιτέον τινὴ ὄνειρον Her.)
3) совершать нападение, делать набег(τέν γῆν Thuc.)
4) поражать(αἱ νόσοι ἐπιφοιτῶσι Plut.)
См. также в других словарях:
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek